- συναπογεννῶσαν
- συναπογεννάωgenerate togetherpres part act fem acc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναπογεννώ — άω, ΜΑ [ἀπογεννῶ] γεννώ μαζί με άλλον ή συγχρόνως («τὴν αἰτίαν συναπογεννῶσαν ἕκαστον μέρος ἑκάστου εἶναι», Πλωτίν.) … Dictionary of Greek